-
1 машинный
μηχανικός, της μηχανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > машинный
-
2 машинный
машинн||ыйприл1. τής μηχανής:\машинныйые части τά ἐξαρτήματα τής μηχανής' \машинныйое отделение τό μηχανοστάσιο[ν]· \машинныйое оборудование τό σύνολο τών μηχανών \машинныйое масло τό μηχανέλαιο[ν]·2. (сделанный машинами) μηχανοποίητος:\машинныйое производство ἡ μηχανοποίητη παραγωγή· \машинныйой работы μηχανοποίητος. -
3 машинный
επ.μηχανικός, της μηχανής• για μηχανή• με μηχανή•-ые части μέρη της μηχανής, εξαρτήματα•
-ая дойка коров μηχανικό άρμεγμα των αγελάδων•
-ое производство μηχανοποίητη παραγωγή•
-ое отделение μηχανοστάσιο•
-ая обработка μηχανική κατεργασία ή επεξεργασία.
-
4 машинный
[μασύννυΐ] εκ. της μηχανής -
5 машинный
[μασύννυϊ] επ της μηχανής -
6 фундамент
η βάσητο θεμέλιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фундамент